Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

 

«ΗΧΟΥΜΕ ΤΗ ΝΟΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ,
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ,
ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»

ΟΜΑΔΙΚΟΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ

- ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ στις 21.00 - 
με σκοπό την επίκληση της Ψυχής της Ελλάδας, στο πλαίσιο της παγκόσμιας εφέλκυσης της Ψυχής των εθνών και της Μιας Ανθρωπότητας, έργο για το οποίο είναι επιφορτισμένος ο ΝΟΕΚ.

17 Οκτωβρίου 2021

Εκφώνηση κειμένου πριν από τον διαλογισμό από τον αδελφό Δ.Χ.



Εκπαίδευση: Αποκαλύπτοντας το Φως της Ψυχής

Στον 21ο αιώνα υπάρχει μια χωρίς προηγούμενο πρόσβαση των ανθρώπων στη γνώση. Οι τομείς της δημιουργίας ή της μετάδοσης ή της εφαρμογής γνώσης προσφέρονται ολοένα και περισσότερο για τον βιοπορισμό πολλών ανθρώπων. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και μια δικαιολογημένη ανησυχία ότι πολλές από αυτές τις λειτουργίες θα αντικατασταθούν σύντομα από την τεχνητή νοημοσύνη. Και παραδόξως, παρ’ όλη αυτή την εστίαση στη γνώση, φαίνεται να επικρατεί αμφιβολία περισσότερο από ποτέ άλλοτε.

Κάποτε, η μετάδοση χρήσιμης γνώσης, που θα βοηθούσε τους νέους προετοιμάζοντάς τους να γίνουν ενεργοί πολίτες και να ενσωματωθούν στον κόσμο της εργασίας, έμοιαζε να είναι ο ύψιστος στόχος της εκπαίδευσης. Σήμερα, όμως, χρειάζεται να αναρωτηθούμε εάν αυτό υπάρχει περίπτωση να αρκεί, από τη στιγμή που η βασισμένη-στη-γνώση κοινωνία μας, μάς έχει οδηγήσει στο επίκεντρο πολλαπλών αλληλένδετων κρίσεων.

Συνήθως συσχετίζουμε τη γνώση με το νου, ενώ ένας κοινός ορισμός της είναι «δικαιολογημένη αληθινή πεποίθηση». Η αιτιολόγηση ή η απόδειξη βασίζεται γενικά στην μαρτυρία της φυσικής εμπειρίας ή στη διανοητική αιτιολόγηση αυτής της εμπειρίας. Επομένως, ποια θα έπρεπε να είναι η στάση μας απέναντι στην γνώση, σε μια εποχή που λόγω της πίεσης που ασκεί η πανδημία το μεγαλύτερο ποσοστό της εργασίας, της εκπαίδευσης και του χρόνου αναψυχής διεξάγεται διαδικτυακά και συνεπώς πέρα από ένα εκ των βασικότερων συστατικών γνώσης – την κοινή φυσική εμπειρία; Αυτό υπογραμμίζει ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν τη γνώση σε μια τεχνολογικά προηγμένη κοινωνία, όπου η αξιοπιστία της εμπειρίας δέχεται επίθεση με την άνοδο της τεχνολογίας «deepfake», η οποία επιτρέπει την παραποίηση ηχητικών και βιντεοσκοπημένων δεδομένων.

Σε συνδυασμό με αυτήν την δυνητική διάβρωση εμπιστοσύνης κάποιου στα ίδια του τα μάτια και τα αυτιά, υπάρχει μια γενική διάβρωση εμπιστοσύνης απέναντι στην εξουσία. Οι κυβερνήσεις, οι θρησκευτικοί θεσμοί, οι οργανώσεις των μέσων ενημέρωσης, ακόμη και οι επιστήμονες, θα πρέπει πια να περιμένουν ότι οι δηλώσεις τους θα περάσουν από κριτική εξέταση. Μια ευρύτερα διαδεδομένη κριτική σκέψη αποτελεί μια σημαντική παράμετρο της μαζικής εκπαίδευσης του εικοστού αιώνα. Είναι ουσιώδες να διακρίνουμε την αλήθεια από την παραποίηση, προκειμένου να μπορέσουμε να γίνουμε υπεύθυνοι πολίτες. Εντούτοις, η κριτική σκέψη μπορεί φτάσει στα άκρα και να μετεξελιχθεί σε διαβρωτικό σκεπτικισμό, υπονομεύοντας τη συλλογική εμπιστοσύνη που είναι το θεμέλιο της κοινοτικής προσπάθειας. Μια κοινωνία, στην οποία η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση είναι να αμφισβητείται η δημόσια πληροφόρηση, είναι μια κοινωνία που κινδυνεύει με αποδιοργάνωση. Συνεπώς, είναι επικίνδυνοι καιροί για τη γνώση, καθώς οι άνθρωποι ωθούνται ίσως εντονότερα από συναισθήματα, κι αυτή είναι μια κατάσταση που ορισμένοι στον χώρο της πολιτικής και του εμπορίου επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν δραστικά. Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι οφείλουμε να επιδεικνύουμε μεγαλύτερη διάκριση καθώς προσεγγίζουμε τη γνώση. Ίσως, εκτός από το να αναρωτιόμαστε «τί μας δείχνεται εδώ;» να πρέπει να προσθέτουμε, και «ποιος μας το δείχνει και για ποιο λόγο;» Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τον φθόγγο της καλής θέλησης σε οτιδήποτε κοινοποιείται.

Αυτή η ανησυχία για τη γνώση, μας καλεί επιπλέον να προβληματιστούμε πολύ προσεκτικά για το πώς πρέπει να αλλάξει η κάθε λογής εκπαίδευση. Λόγω της πανδημίας, ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης έπρεπε να παρασχεθεί από απόσταση. Εάν η πανδημία είχε συμβεί έστω λίγα χρόνια νωρίτερα, είναι αμφίβολο κατά πόσο αυτό θα ήταν δυνατόν, γεγονός που φανερώνει τη σημασία της διασυνδεσιμότητας. Ωστόσο, εκείνο που λείπει σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη διεισδυτική ηλεκτρονική σύνδεση είναι το «ανθρώπινο άγγιγμα»– αυτός ο λεπτοφυής συνδυασμός αισθητήριων στοιχείων, γλώσσας του σώματος και ενεργητικής διασύνδεσης, τα οποία χρωματίζουν και δίνουν βαθύτερο νόημα στην επικοινωνία. Η έλλειψη αυτού του στοιχείου σημαίνει ότι οι σχέσεις μαθητών και δασκάλων θα υποβαθμιστούν σχεδόν αναπόφευκτα. Ευκαιρίες για τυχαίες συναντήσεις και φιλική καθοδήγηση σε ανεπίσημο πλαίσιο, που θα μπορούσαν να συμβούν σε έναν φυσικό χώρο μάθησης, επίσης απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από μια εμπειρία με τη μεσολάβηση οθόνης.

Καθώς προχωρούν τα προγράμματα εμβολιασμού και ορισμένες κοινωνίες αρχίζουν να επιστρέφουν στους προ της πανδημίας τρόπους εργασίας, θα ήταν ίσως δελεαστικό να πιστεύουμε ότι ο κόσμος της εκπαίδευσης το μόνο που χρειάζεται να μάθει είναι ότι η διδασκαλία δεν θα έπρεπε να διεξάγεται αποκλειστικά μέσω οθόνης. Δεδομένου, ωστόσο, του ρόλου που έχει σήμερα η εκπαίδευση στην μετάδοση γνώσης, με την οποία θα πρέπει οι σπουδαστές να εξοπλίζονται για μια δραστική αντιμετώπιση του μέλλοντος, ήρθε η ώρα για μια βαθύτερη επανεκτίμηση αυτού του ρόλου. Μπορεί, η γνώση να είναι θεμελιώδης σε μια σύγχρονη κοινωνία –όμως αυτό αρκεί;

 Πέρα από την Γνώση

Η απάντηση σε αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να διευρύνει την άποψή μας για την “υπηκοότητα”. Έχουμε άραγε φτάσει ως είδος στο σημείο όπου μπορούμε να επεκτείνουμε την εθνική ταυτότητα και να ενστερνιστούμε πραγματικά την πλανητική ιδιότητα του πολίτη; Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή η άποψη ότι ζούμε τώρα στην Ανθρωπόκαινο Εποχή, κατά την οποία το ανθρώπινο είδος ασκεί παγκόσμιες επιδράσεις στην οικολογία και το κλίμα. Επιπρόσθετα, η κατανόησή μας για τον ανθρώπινο νου και την καρδιά, εμπλουτισμένη τόσο από τις πνευματικές παραδόσεις όσο και τη σύγχρονη ψυχολογία, είναι ευρύτερη και βαθύτερη από ποτέ. Φαίνεται ότι η στιγμή για μια θεμελιώδη αλλαγή στην εκπαιδευτική πρακτική έχει ωριμάσει και αναζωπυρώνεται η δέσμευση στην προσπάθεια να διεγερθεί το πολύτιμο πετράδι της ψυχής που ενοικεί σε κάθε άτομο. Αυτή η διαδικασία ανακάλυψης προϋποθέτει μια εξερεύνηση που υπερβαίνει την επικράτεια του συγκε- κριμένου νου.

Στο βιβλίο «Εκπαίδευση στην Νέα Εποχή», η Αλίκη Μπέιλη έδωσε έμφαση σε δύο πυλώνες της εκπαίδευσης – την αξία του ατόμου και το γεγονός της μίας ανθρωπότητας. Στην οικολογικά συνειδητή εποχή μας θα μπορούσαμε να αναδιατυπώσουμε αυτήν την ιδέα ως την αξία του μεμονωμένου οργανισμού και το γεγονός της ενιαίας οικολογίας – το μεγάλο σύμπλεγμα οικοσυστημάτων που ονομάστηκε Γαία. Το πρώτο, μας προσανατολίζει στις αξίες και τη φύση του ατόμου, κι επομένως στη φιλοσοφία και την ψυχολογία, το δεύτερο στην πραγματική ενότητα της ανθρωπότητας και όλων των ζωντανών ειδών, πίσω από κάθε εμφανή ποικιλομορφία, κι επομένως στην οικολογία, την ιστορία, την ανθρωπολογία και κάθε συναφή τομέα έρευνας.

Οι αξίες υπερέχουν της διάνοιας, φτάνοντας στην ενορατική αίσθηση της ολότητας και του ορθού. Συνηθίζουμε να θεωρούμε τον κλάδο της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική ως εκείνον που αφορά την ορθολογική τεκμηρίωση των αξιών, ενώ με μια ευρύτερη ερμηνεία της «φιλοσοφίας» ως αγάπη για τη σοφία, μπορεί να αποτελέσει το μέσον για να βιώσουμε άμεσα αυτές τις αξίες. Αυτός είναι ο πυρήνας της πνευματικής ζωής. Στο παρελθόν, η οργανωμένη θρησκεία είχε προσφέρει σε πολλούς ένα υπόβαθρο για το ζωτικό αυτό πεδίο υγιούς ανθρώπινης λειτουργίας. Καθώς η επίδραση της οργανωμένης θρησκείας ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία, έχει ζωτική σημασία, η ουσιαστική αυτή διάσταση της ανθρώπινης ζωής να ενισχυθεί στον τομέα της εκπαίδευσης.  Αυτό  δεν  συνεπάγεται  την επικράτηση κάποιας συγκεκριμένης πνευματικής δοξασίας. Αντίθετα, χρειάζεται να αναγνωριστεί ότι η πνευματικότητα, ως θεμελιώδης όψη του ανθρώπου, θα πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος σπουδών.

Θέτοντας την ίδια σκέψη με ελαφρώς διαφορετικούς όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εκπαίδευση αφορά δύο θεμελιώδη ερωτήματα – “Τί είναι αυτό που συμβαίνει;” και “Γιατί αυτό συμβαίνει;” Το δεύτερο ερώτημα, των ατέλειωτων “γιατί” της παιδικής ηλικίας, απευθύνεται σε κάτι που υπάρχει στα βάθη του ανθρώπινου πνεύματος – την  αναζήτηση νοήματος και σημασίας. Πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε μια εκπαίδευση που να δια- τηρεί ζωντανή και να υποθάλπει αυτήν την θεία φλόγα της περιέργειας καθώς το παιδί αναπτύσσεται σε ενήλικα; Η απορία του “Τί” είναι επίσης σημαντική, καθώς προσβλέπει στην πρόσληψη πληροφόρησης και οδηγεί, ορθά καλλιεργημένη, στις μεγαλειώδεις δομές της τεκμηριωμένης γνώσης που παρέχει η επιστήμη. Η εξεύρεση της ορθής ισορροπίας στην εκπαίδευση ανάμεσα στο “Τί” και το “Γιατί” δεν είναι εύκολη και υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρήσουμε ότι το τελευταίο διάστημα η ανθρωπότητα έδωσε υπερβολική έμφαση στο “Τί” έναντι του “Γιατί”, δίνοντας αξία στην φυσική κατανόηση του κόσμου και στην συνακόλουθη ικανότητα πρόβλεψης και χειραγώγησής του, αντί του προβληματισμού, κατά πόσον αυτού του είδους οι χειρισμοί είναι συνετοί και εξυπηρετούν το κοινό καλό.

Οι τέχνες, όντας ένας ακόμη τομέας που εκτείνεται πέρα από τα καθαρά διανοητικά, στα ενορατικά πεδία, επίσης δεν έχουν τη θέση που τους αρμόζει στην εκπαίδευση. Σε μια πρόσφατη επιστολή της Σχολής Αρκέην,(1) υπάρχει αναφορά στον εκπαιδευτικό Γκέρτ Μπίστα (Gert Biesta), ο οποίος υποστηρίζει ότι η τέχνη εξαφανίζεται από την εκπαίδευση, καθώς αξιολογείται λιγότερο ως προς τη δική της εγγενή αξία και περισσότερο ως προς την επίδρασή της σε άλλα πεδία του προγράμματος σπουδών, όπως το ακαδημαϊκό επίτευγμα αλλά και η ανάπτυξη δημιουργικών δεξιοτήτων, η διάκριση και οι φιλοκοινωνικές στάσεις.

Ο Μπίστα θεωρεί ότι δίδεται υπερβολική έμφαση στον ρόλο των  τεχνών  ως  προς το να παρέχουν στους νέους ευκαιρίες έκφρασης της δικής τους μοναδικής φωνής, δημιουργικότητας και ταυτότητας, αντί να τίθεται το πλέον σημαντικό και δύσκολο ερώτημα, για το ποια θα πρέπει να είναι η ορθή ποιότητα αυτών των εκφράσεων και συνεπώς πώς τέτοιες εκφράσεις μπορούν να συνεισφέρουν στην γενικότερη κουλτούρα.

Σύμφωνα με τη διατύπωση του Μπίστα, «Οι τέχνες… παρέχουν μοναδικές υπαρξιακές δυνατότητες αντιμετώπισης της αντίστασης του κόσμου, υλικής και κοινωνικής, καθώς και “ρύθμισης” μιας τέτοιας αντίστασης… που ταυτόχρονα σημαίνει, ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε και να “ρυθμίσουμε” τις επιθυμίες που έχουμε όσον αφορά τον κόσμο και την ύπαρξή μας σε αυτόν και με αυτόν… Ακριβώς όπως τέχνη είναι ο διάλογος των ανθρώπινων υπάρξεων με τον κόσμο, τέχνη είναι η διερεύνηση και ο μετασχηματισμός των επιθυμιών μας, ώστε να γίνουν μια θετική δύναμη για τους τρόπους με τους οποίους επιδιώκουμε να υπάρχουμε στον κόσμο ως ώριμοι ενήλικες. Στο σημείο αυτό είναι όπου μπορούμε να εντοπίσουμε την εκπαιδευτική δύναμη των τεχνών.»(2)

Σε αυτήν την προσέγγιση, η εκπαιδευτική εμπειρία της πραγματικής τέχνης επιδέχεται μεγαλύτερης προσοχής – μια διερεύνηση από τον καλλιτέχνη των ιδιοτήτων που ο ίδιος επιδιώκει να εκφράσει μέσω μιας πράξης δημιουργίας  και  της αντίστασης που συναντάται σε αυτή την εμφάνιση. Αυτό δεν περιορίζεται στην αντίσταση του ξύλου, του πηλού, του χρώματος και του μετάλλου, της ηχητικής μουσικής σύνθεσης, της βαρύτητας και της σωματικής φύσης στον χορό κοκ., αλλά επίσης, πολύ περισσότερο, στην αντίσταση της λεπτοφυούς ύλης του νου, των συναισθημάτων και της φυσικής ουσίας προκειμένου να συντονιστούν ώστε μια ιδέα να εκφραστεί “για τα καλά” στον αντικειμενικό κόσμο. Έτσι, η ενασχόληση με την τέχνη συνεπάγεται τη διαμόρφωση χαρακτήρα κάτω από την εμπνευσμένη επί- δραση της ψυχής.

Συνεπώς, η πρόκληση για άπαντες τους εκπαιδευτικούς είναι να υπερβούν το ρόλο τους ως μεταδότες μιας σχετικής γνώσης και να γίνουν πραγματικοί μέντορες, δείχνοντας σε μαθητές τον πέραν της γνώσης δρόμο προς το νόημα και τον σκοπό, που προσλαμβάνονται με την ενόραση και παίρνουν μορφή με τη δημιουργική φαντασία. Επιπλέον, η πρόκληση που τίθεται στην ευρύτερη κοινωνία είναι να τοποθετήσει τους εκπαιδευτικούς και την εκπαίδευση στον πυρήνα της ανασυγκρότησης και παράλληλα να προσδώσει μεγαλύτερη αξία στην φυσική τους ευεξία. Όπως επισημαίνει η Έλενα Ρέριχ στον Πύρινο Κόσμο Ι «... το έθνος που έχει λησμονήσει τους δασκάλους του έχει λησμονήσει το μέλλον του. Ας μη χάνουμε ούτε ώρα από το να κατευθύνουμε τη σκέψη μας προς τη χαρά του μέλλοντος. Κι ας βεβαιωθούμε ότι ο δάσκαλος είναι το πιο καταξιωμένο μέλος των θεσμών της χώρας». (Στροφή 582)

Στα άρθρα που ακολουθούν εξετάζουμε τρόπους με τους οποίους τα προγράμματα των Ηνωμένων Εθνών συμβάλλουν στην προώθηση του πνεύματος της περιεκτικότητας στην εκπαίδευση, ενώ προετοιμάζουν παράλληλα τους σπουδαστές για ένα αβέβαιο μέλλον. Εξετάζουμε, επίσης, μια πρωτοπόρα εφαρμογή του «Παγκόσμιου Βασικού Προγράμματος Σπουδών», που προτάθηκε από τον Ρόμπερτ Μύλλερ (Robert Muller), πρώην Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και περιγράφεται από την επίτιμη συνεργάτιδά μας Γκλόρια Κρουκ (Gloria Crook), Ιδρύτρια και Πρόεδρο του Σχολείου Robert Muller.

Lucis Trust, Παγκόσμια Καλή Θέληση, Eνημερωτικό Δελτίο 2021#2

https://www.lucistrust.org/el/world_goodwill/world_goodwill_homepage/newsletter_20212_education_unveiling_the_light_of_the_soul


Δεν υπάρχουν σχόλια: